- ἀνέλω
- ἀναιρέωtake upaor subj act 1st sgἀναιρέωtake upaor subj act 1st sgἀναιρέωtake upaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανελώ — 1. καταλύω, καταστρέφω, διαλύω 2. (αμτβ.) αναλύομαι, διαλύομαι, λειώνω η πράξη και το αποτέλεσμα: ανέλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανέλυσα (αόρ. του αρχ. αναλύω) κατά τό σχήμα αμέλησα αμελώ κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
ἀνελῶ — ἀναιρέω take up fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)